- σχιζοφρενικός
- -ή, -ό, Ν [σχιζοφρενία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχιζοφρενία ή αυτός που προσιδιάζει σε σχιζοφρενή («σχιζοφρενικές αντιδράσεις»)2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία («σχιζοφρενικό άτομο»)3. φρ. «σχιζοφρενικές ψυχώσεις» — ψυχώσεις που ανήκουν στην κατηγορία τής σχιζοφρενίας.επίρρ...σχιζοφρενικώς και σχιζοφρενικά Νμε σχιζοφρενικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.